Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταχειροτονέω-ῶ
καταχειροτονία
καταχεύομαι
καταχειροτονία,
ας
(
ἡ
) condamnation par vote à main levée,
Dém.
516, 8
.
Étym.
cf. le préc.