Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταχασμάομαι-ῶμαι
καταχέζω
καταχειρίζομαι
κατα·χέζω
(
ao. 2
κατέχεσον
) embrener,
gén.
Ar.
Nub.
173
.