καταδεής

καταδείδω

καταδείκνυμι
κατα·δείδω (seul. ao. κατέδεισα, inf. -δεῖσαι, part. -δείσας ; postér. fut. -δείσω)
1 craindre, acc. Ar. Pax 759 ; And. 29, 17, etc. ou περί τινος, Phil. 2, 102, au sujet de qqe ch. ; μή, Phil. 2, 30, que, etc. ||
2 effrayer, Phalar. Ep. 84.