καταδέω-ῶ

καταδέω

καταδεῶς
κατα·δέω :
1 manquer de, être en arrière de : ἡ ὁδὸς καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων, ὡς μὴ εἶναι πεντακοσίων, Hdt. 2, 7, il s’en faut de 15 stades que le chemin ne soit de 500 ; καταδέουσαι μιῆς χιλιάδος ἕνδεκα μυριάδες, Hdt. 9, 30, onze myriades moins un millier ||
2 être inférieur à : τινος εἰς εὐδαιμονίαν, Paus. 8, 33, 2, être moins heureux que qqn.