καταδιαίρεσις

καταδιαιρέω-ῶ

καταδιαιτάω-ῶ
κατα·διαιρέω-ῶ (f. -αιρήσω, ao. 2 καταδιεῖλον, etc.) diviser, partager, avec εἰς et l’acc. DH. 4, 19 ; Spt. Ps. 54, 9 ||
Moy. se partager (un butin) Pol. 2, 45, 1 ; Spt. Joel 3, 2.