κατάδιψος

καταδιώκω

καταδίωξις
κατα·διώκω, poursuivre, Xén. An. 4, 2, 5, etc. ; Arstt. H.A. 9, 36 ; fig. Pol. 6, 42, 1 ; pousser, Spt. Gen. 33, 13.