καταδουπέω-ῶ

κατάδουπος

καταδοχή
κατά·δουπος, ου () bruit d’un corps qui tombe de haut, d’où cataracte ; au pl. οἱ Κατάδουποι (lat. Catadupi, Plin. H.N. 5, 9) Th. Lap. 34 ; Philstr. p. 264 ; Him. Or. 8, 5 ; et p.-ê. Hdt. (v. Κατάδουπα) les Cataractes du Nil.
Étym. κ. δοῦπος.