καταδρομή
κατάδρομοςκαταδρομή, ῆς
(ἡ)
1 incursion, Thc. 1, 142 ; Xén. Cyr. 3, 3, 23 ; Lys.
160, 28 ; καταδρομὰς
ποιεῖσθαι, Thc. 7, 27, faire des incursions ; fig. Plat. Rsp. 472a ; en mauv. part, charge,
accusation, Pol. 12,
23, 1 ||
2 lieu de retraite, asile,
El. N.A.
2, 9 ; 5,
49 ; 9, 1 (καταδραμεῖν, inf. ao. 2 de
κατατρέχω).