καταδυναστεία

καταδυναστεύω

καταδύνω
κατα·δυναστεύω [] opprimer, tyranniser, Str. 747 ; Plut. M. 367d ; τινός, DS. 13, 73 ; τινά, Xén. Conv. 5, 8, qqn ; au pass. Str. 270 ; Spt. Neh. 5, 5, etc.