καταδημαγωγέω-ῶ

καταδημοϐορέω-ῶ

καταδημοκοπέω-ῶ
κατα·δημοϐορέω-ῶ, dévorer en commun parmi le peuple, Il. 18, 301.
Étym. κ. δημοϐόρος.