καταδημοκοπέω-ῶ

καταδῃόω-ῃῶ

καταδιαίρεσις
κατα·δῃόω-ῃῶ, dévaster, ravager, DH. 11, 42.
Étym. contr. p. καταδηϊόω, de κ. δηϊόω.