καταείσατο

καταέννυμι

καταζαίνω
κατα·έννυμι [] vêtir, d’où recouvrir : θριξὶ νέκυν, Il. 23, 135, un mort de chevelures (dont on lui fait hommage) ; ὄρος καταειμένον ὕλῃ, Od. 13, 351, montagne couverte de bois ||
E Impf. 3 pl. καταείνυον [], sel. d’autres, ao. καταείνυσαν [] Il. 23, 135 ; part. pf. pass. καταειμένος, Od. 13, 351 ; 19, 431 ; Hh. Ap. 225, etc.