καταϐώσομαι

κατάγαιος

καταγανόω-ῶ
κατά·γαιος, ος, ον :
1 souterrain, Hdt. 2, 150 ; 3, 97, etc. ; Paus. 2, 23 ||
2 qui vit sur terre, terrestre, Hdt. 4, 192 ; 6, 175.
Étym. κ. γαῖα, cf. κατάγειος.