καταγγίζω

κατάγειος

Καταγέλα
κατά·γειος, ος, ον, att. c. κατάγαιος, Xén. An. 4, 5, 19 ; Plat. Rsp. 532b, etc. souterrain ; p. opp. à ὑπερῷος, D.H. 10, 32.
Étym. cf. κατάγαιος.