Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταγηράω-ῶ
καταγιγαρτίζω
καταγίγνομαι
κατα·γιγαρτίζω
[
γῐ
] ôter le noyau,
fig.
déflorer,
Ar.
Ach.
275
.
Étym.
κ. γίγαρτον
.