καταγινώσκω

καταγλαΐζω

καταγλισχραίνω
κατ·αγλαΐζω (f. -ΐσω, ao. κατηγλάϊσα, part. pf. pass. κατηγλαϊσμένος) faire briller, illuminer, Anth. 11, 64, etc.