Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταγλισχραίνω
κατάγλισχρος
καταγλυκάζω
κατά·γλισχρος,
ος, ον,
très gluant,
A. Tr.
9, 157
.
Étym.
κ. γλίσχρος
.