καταγλυκάζω

καταγλυκαίνω

καταγλυφή
κατα·γλυκαίνω [] rendre très doux, Gal. 14, 753 ||
Moy. (ao. 3 sg. κατεγλυκάνατο) flatter, caresser l’oreille, Chion. (Ath. 638e).