καταγλωττίζω

καταγλώττισμα

κατάγλωττος
καταγλώττισμα, ατος (τὸ)
1 caresse avec la langue, Ar. Nub. 51 ||
2 au pl. emploi de mots recherchés ou inusités, Syn. 53.
Étym. καταγλωττίζω.