καταισθάνομαι

καταισιμόω-ῶ

καταίσιος
κατ·αισιμόω-ῶ (pf. κατῃσίμωκα) [] achever entièrement, Eub. (Ath. 622e) ; particul. boire jusqu’à la dernière goutte, Epinic. (Ath. 432c).
Étym. κ. *αἰσιμόω, d’αἶσα, cf. ἀναισιμόω.