καταιχμάζω

καταιωρέομαι-οῦμαι

κατακαγχάζω
κατ·αιωρέομαι-οῦμαι, être pendant, flotter, Hés. Sc. 225 ; Jos. B.J. 3, 7, 19 ||
E Impf. 3 pl. épq. κατῃωρεῦντο, Hés. l. c.