κατακαίνυμαι

κατακαίνω

κατακαίριος
κατα·καίνω, tuer ||
E Prés. réc. Parth. 7, 24 ; ao. 2 κατέκανον [ᾰν] Soph. Ant. 1340 ; inf. dor. κακκανῆν, p. κατακανεῖν, Plut. Cleom. 2 ; part. pf. κατακεκονότες, Xén. An. 7, 6, 36.