κατακαλλύνω

κατακάλυμμα

κατακαλύπτω
κατακάλυμμα, ατος (τὸ) [ᾰλ] couverture, enveloppe, Spt. Ex. 26, 14, etc. ; Jos. B.J. 5, 12, 3.
Étym. κατακαλύπτω.