Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατακάρδιος
κατακάρπιον
κατάκαρπος
κατακάρπιον,
ου
(
τὸ
) enveloppe d’un fruit, capsule,
Th.
H.P.
4, 10, 3
.
Étym.
κατάκαρπος
.