Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατακιρνάω-ῶ
κατακίρνημι
κατακισσηρίζω
κατα·κίρνημι
(
seul.
pass.
κατακίρναμαι
[
ᾰμ
])
c. le préc.
Anth.
9, 362 ;
Lgn
15, 9
.