κατάκλιμα

κατακλινής

κατακλινοϐατής
κατακλινής, ής, ές []
1 couché, Hpc. Epid. 3, 1096 ; Pol. 31, 21, 7 ||
2 incliné, qui va en pente, Anth. App. 48 ; DH. 5, 38.
Étym. κατακλίνω.