Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατακληροδοτέω-ῶ
κατακληροδοτισμός
κατακληρονομέω-ῶ
κατα·κληροδοτισμός,
οῦ
(
ὁ
) distribution par lots,
Chrys.
5, 108
.
Étym.
κ. *κληροδοτίζω,
cf. le préc.