Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατακοιμίζω
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω-ῶ
κατακοιμιστής,
οῦ
(
ὁ
) valet de chambre,
DS.
11, 69 ;
Plut.
M.
173
d
.
Étym.
κατακοιμίζω
.