κατάκοιτος

κατακολλάω-ῶ

κατάκολλος
κατακολλάω-ῶ, coller solidement, souder fortement, Hpc. (Gal. 18, 339) ; Callix. (Ath. 205b) ; Jos. A.J. 8, 3, 3.
Étym. κατάκολλος.