Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονά,
ᾶς
(
ἡ
) [
ᾰκ
] ruine,
Eur.
Hipp.
821 dout.
Étym.
cf.
κατακαίνω
.