κατακρατέω-ῶ

κατακρατητικός

κατακρέμαμαι
κατακρατητικός, ή, όν [ρᾰ] qui retient, qui arrête, Aét. 9, 37 ||
Cp. -ώτερος, Orib. p. 65 Matthäi.