κατακρέμαμαι

κατακρεμάννυμι

κατακρεμαννύω
κατα·κρεμάννυμι [] (ao. κατεκρέμασα, pf. pass. κατακεκρέμασμαι) suspendre, Hh. 27, 16 ; νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος, Hdt. 2, 121, suspendre un cadavre du haut d’un mur ; au pass. être suspendu, Hpc. Fract. 767 ; DS. 18, 26.