Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατακρεμαννύω
κατακρέμαστος
κατακρεουργέω-ῶ
κατακρέμαστος,
ος, ον,
suspendu,
Th.
H.P.
3, 18, 12
.
Étym.
κατακρεμάννυμι
.