κατάκρημνος

κατάκριμα

κατακρίνω
κατάκριμα, ατος (τὸ) [] sentence de condamnation, DH. 6, 61 ; Spt. Sir. 43, 12 ; NT. Rom. 5, 16 et 18 ; 8, 1.
Étym. κατακρίνω.