Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουνισμός,
οῦ
(
ὁ
)
au plur.
douche,
Sor.
Obst.
p. 226, 249, 255 éd. Erm.
Étym.
κατακρουνίζω
.