κατάκρουσις

κατακρουστικός

κατακρούω
κατακρουστικός, ή, όν, propre à abattre, à refouler, p. opp. à ἐπιπολαστικός, Arstt. Probl. 3, 18, 1.
Étym. κατακρούω.