Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατακτάομαι-ῶμαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατα·κτεατίζομαι
[
ᾰτι
] (
sbj. ao. 2 sg. poét.
κατακτεατίσσῃ
) se procurer, acquérir,
A. Rh.
3, 136
.