κατακυλινδέω-ῶ

κατακυλίνδω

κατακυματόω-ῶ
κατα·κυλίνδω ou mieux κατα·κυλίω (ao. pass. κατεκυλίσθην, part. pf. pass. κατακεκυλισμένος) [] c. le préc. Hdt. 5, 16 ; Xén. Cyr. 5, 3, 1 ; DH. 4, 26 ; Spt. Jer. 51, 25, etc.