Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατακυλινδέω-ῶ
κατακυλίνδω
κατακυματόω-ῶ
κατα·κυλίνδω
ou mieux
κατα·κυλίω
(
ao. pass.
κατεκυλίσθην,
part. pf. pass.
κατακεκυλισμένος
) [
ῠ
]
c. le préc.
Hdt.
5, 16 ;
Xén.
Cyr.
5, 3, 1 ;
DH.
4, 26 ;
Spt.
Jer.
51, 25,
etc.