καταλείϐω

κατάλειμμα

καταλειόω-ῶ
κατάλειμμα, ατος (τὸ) reste, Spt. Gen. 45, 7 ; 2 Reg. 14, 7, etc. ; Gal. 14, 456.
Étym. καταλείπω.