Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταλειπτέον
κατάλειπτος
καταλείπω
κατάλειπτος,
ος, ον,
oint, enduit,
Ar.
Eq.
1332,
Pax
862
.
Étym.
καταλείφω
.