Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταλεκτέος
κατάλεξις
καταλεπτολογέω-ῶ
κατάλεξις,
εως
(
ἡ
) enrôlement, conscription,
App.
Iber.
49
.
Étym.
καταλέγω
.