καταλοχία

καταλοχίζω

καταλοχισμός
κατα·λοχίζω : partager en cohortes (v. λόχος) Arr. Tact. 5, 2 ; DS. 18, 70 ; εἰς τοὺς ὁπλίτας, Plut. Syll. 18, répartir parmi les hoplites.