καταλοιδορέω-ῶ

κατάλοιπος

καταλούομαι
κατάλοιπος, ος, ον, restant, qui reste, Plat. Tim. 39e ; Arstt. Œc. 2, 20, etc. ; Pol. 3, 91, 9, etc. ; τοῦτό ἐστι κατάλοιπον, avec l’inf. Straton (Ath. 382d) il ne reste plus qu’à, ironiq.
Étym. καταλείπω.