καταλούομαι

καταλοφάδεια

καταλοχία
κατα·λοφάδεια ou κατα·λοφάδια [ᾰᾱᾰδ] adv. sur le cou, sur la nuque, Od. 10, 169 (sel. d’autres, καταλλοφάδεια ; cf. ἄλλοφον pour *ἄνλοφον de ἀνά, λόφον).
Étym. κ. λόφος.