καταμάττω

καταμάχομαι

καταμϐλύνω
κατα·μάχομαι (ao. κατεμαχεσάμην, pf. καταμεμάχημαι) [μᾰ] vaincre dans un combat, Paus. 6, 11, 2 ; DS. 3, 47 ; Plut. Flam. 3.