καταμαθητέον

καταμαίνομαι

καταμακαρίζω
κατα·μαίνομαι, f. -μανοῦμαι ou -μανήσομαι, être en fureur contre, gén. Phil. 989c ; Jos. B.J. 4, 10, 2 ; 7, 8, 1.