καταμαντεύομαι

καταμάομαι-ῶμαι

καταμαραίνω
κατ·αμάομαι-ῶμαι [ᾰμ] au moy. moissonner, d’où ramasser, acc. Il. 24, 165 ; τῆς κεφαλῆς κόνιν, Jos. B.J. 2, 21, 3, répandre de la cendre sur sa tête.