καταμαρτυρέω-ῶ

καταμασάομαι-ῶμαι

καταμάσσω
κατα·μασάομαι-ῶμαι [μᾰ] mâcher avidement, Hpc. 1155b, etc. ; fig. dévorer, Alex. fr. 105 Kock.