Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταμερισμός
καταμέστιος
καταμεστόω-ῶ
κατα·μέστιος,
ος, ον,
plein de,
gén.
Nic.
Al.
45
.
Étym.
κ. μεστός
.