καταμέτρημα

καταμέτρησις

καταμετρητέον
καταμέτρησις, εως () mensuration, mesure, Aqu. Job 28, 25 ; Nyss. 2, 628 ; particul. pour l’installation d’un camp, Pol. 6, 41, 5.
Étym. καταμετρέω.